- Ρόδος
- Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος ονομάζεται και η πρωτεύουσα του νησιού η οποία είναι επίσης πρωτεύουσα και της ομώνυμης επαρχίας και του δωδεκανησιακού συμπλέγματος. Η πόλη της Ρόδου είναι μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 25 μ.). Βρίσκεται χτισμένη στην πλαγιά καταπράσινου λόφου, στο βορειότερο άκρο του νησιού και στη θέση της αρχαίας ομώνυμης πόλης. Είναι έδρα του νομού Δωδεκανήσου, της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού απασχολείται στις πολλές τουριστικές επιχειρήσεις που υπάρχουν στην πόλη.
Η Ρ. είναι η περισσότερο ανεπτυγμένη τουριστικά περιοχή της Ελλάδας και η οικονομία της βασίζεται στον τουρισμό, σε αναλογία πολύ μεγαλύτερη από κάθε άλλη περιφέρεια της χώρας. Ως συνέπεια της υψηλής τουριστικής δραστηριότητας, αλλά και του ευνοϊκού δασμολογικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στη Δωδεκάνησο από την ένωσή της με την Ελλάδα, το 1948, παρουσίασαν επίσης μια σχετική ανάπτυξη η βιομηχανία και το εμπόριο. Ικανοποιητική είναι η ανάπτυξη και της αγροτικής οικονομίας, με δημητριακά, κηπευτικά και λαχανικά, εσπεριδοειδή, κρασί, ζωοκομικά προϊόντα κ.ά.
Από πλευράς ξενοδοχείων και γενικότερα τουριστικού εξοπλισμού η Ρ. προηγείται όλων των περιοχών της χώρας, εκτός της Αθήνας, και κλιματολογικοί λόγοι εξασφαλίζουν το υψηλότερο ποσοστό εκμετάλλευσης του ξενοδοχειακού δυναμικού από ξένους και Έλληνες. Το μεγαλύτερο τμήμα των ξένων επισκεπτών της Ρ. προέρχεται από τις σκανδιναβικές χώρες, τη Γερμανία και την Αγγλία που φτάνουν εκεί απευθείας από τις χώρες τους αεροπορικώς.
Η Ρ. είναι εξάλλου το μόνο από τα μεγάλα νησιά της Ελλάδας, που παρουσίασε κατά την τελευταία εικοσαετία αύξηση του πληθυσμού, χάρη στην ευνοϊκή επίδραση που ασκεί στην οικονομία της ο τουρισμός.
Αντίστοιχη πληθυσμιακή αύξηση παρουσίασε και η πρωτεύουσα Ρ. στην οποία είναι συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο μέρος των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, αλλά και του βιομηχανικού δυναμικού και της οικονομικής δραστηριότητας του νησιού. Οι αξιολογότεροι δήμοι του νησιού είναι: Αρχαγγέλου, Αφάντου Πεταλούδων.
Μυθολογικά στοιχεία. Λίγα και ασαφή είναι τα στοιχεία της ροδιακής μυθολογίας και τα περισσότερα, όπως συνήθως συμβαίνει, δημιουργήματα των μεταγενέστερων χρόνων, που αποσκοπούσαν να αιτιολογήσουν καταστάσεις, των οποίων οι πρώτες πηγές είχαν ξεχαστεί. Πρώτος «επεμβαίνει» στη μυθολογία του νησιού ο Πίνδαρος με τον Z’ Ολυμπιόνικο, όπου όχι μόνο εξυμνεί το γένος των Διαγορίδων, αλλά και προβάλλει τη ροδιακή αριστοκρατία στα χρόνια της ακμής της Α‘ Αθηναϊκής Συμμαχίας (464 π.Χ.). Δυστυχώς οι «επεμβάσεις» του Πινδάρου δεν έχουν ξεχωριστεί μέχρι σήμερα κι έτσι μοναδικές πηγές για τη ροδιακή μυθολογία μένουν όσα αναφέρει ο Διόδωρος ότι έγραφαν τα κείμενα του ιστορικού Ζήνωνα (2ος αι. μ.Χ.). Πρώτοι μυθικοί κάτοικοι του νησιού αναφέρονται οι γιοι της θάλασσας Τελχίνες, οι οποίοι έθρεψαν τον Ποσειδώνα, υπήρξαν «τεχνών τινων ευρεταί και άλλων χρησίμων εις τον βίον των ανθρώπων εισηγηταί» και θεωρούνται ως πρώτοι δημιουργοί αγαλμάτων των θεών, δημιουργοί νεφών και βροχών και μάγοι. Ο μύθος τους συμπλέκεται με τη γιγαντομαχία και τους τιτάνες, με ανίερο έρωτα των απογόνων προς τη μητέρα τους και κλείνει με τη διασπορά τους κατά τον κατακλυσμό.
Μετά τον κατακλυσμό ερωτεύεται τη Ρ. o Ήλιος κι από τον έρωτά τους γεννιούνται οι 7 «Ηλιάδαι», από τους οποίους κατάγονται οι Ρόδιοι «περισσότερον των άλλων θεών τιμώντας τον Ήλιον ως αρχηγόν του γένους αυτών». Ως διάδοχοί τους αναφέρονται οι αδελφοί Λίνδος, Ιάλυσος και Κάμιρος, που έχουν τα ονόματα των 3 πόλεων της Ρόδου.
Άλλες μυθολογικές παραδόσεις συνδέουν με τη Ρ. τον Θεσσαλό Φόρβαντα, που σκότωσε τα μεγάλα φίδια από τα οποία είχε αρχίσει να γεμίζει το νησί και τον τιμούσαν μετά ως ήρωα· τον Κρητικό Αλθαιμένη, που σκότωσε άθελά του τον αγαπημένο του πατέρα στην περιοχή της Καμίρου και «διά λύπην ετελεύτησεν» και τον τιμούσαν επίσης ως ήρωα· τον Κάδμο, ο οποίος αναζητώντας την Ευρώπη, «κεχειμασμένος ισχυρώς κατά τον πλουν», αποβιβάστηκε στη Ρόδο και ίδρυσε τέμενος του Ποσειδώνα κα ιδιαίτερη γενεά ιερέων «φοινικικής καταγωγής»· τον Δαναό, ο οποίος, φεύγοντας από την Αίγυπτο με τις θυγατέρες του, κατέπλευσε στη Λίνδο, όπου «προσδεχθείς υπό τον εγχωρίων» ίδρυσε ναό της Αθηνάς και καθιέρωσε το άγαλμά της. Με την Ιαλυσό ειδικότερα είναι συνδεμένος ο μύθος του Ιφίκλου.
Η ροδιακή μυθολογία τελειώνει με την άφιξη στο νησί του γιου του Ηρακλή Τληπολέμου.
Προϊστορικά στοιχεία, ιστορικό περίγραμμα. Τα σποραδικά νεολιθικά ευρήματα μαρτυρούν ότι η Ρ. δεν ήταν έρημη στη νεολιθική εποχή, ενώ από τα ανασκαφικά δεδομένα προκύπτει ότι στη Μεσοελλαδική εποχή έχουν εγκατασταθεί Έλληνες στο νησί, και στο τέλος της λεγόμενης μινωικής περιόδου (1550-1500 π.Χ.) υπήρχε μινωικός οικισμός στην περιοχή του σημερινού χωριού Τριάντα. Εκτεταμένα νεκροταφεία της μυκηναϊκής εποχής, εγκατασπαρμένα σε όλο το νησί, βεβαιώνουν ότι η Ρ. γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τη μυκηναϊκή περίοδο (περ. 1500-1200 π.Χ.). Είναι πολύ πιθανό ότι αυτή την εποχή είχαν υπόψη τους όταν αναφέρουν, ο Όμηρος ότι στους Ρόδιους «θεσπέσιον πλούτον κατέχευε Κρονίων» και ο Πίνδαρος (VII Ολυμπιόνικος) ότι «πολύν ύσε χρυσόν» («πολύ χρυσάφι τους έβρεξε», κατά τη μετάφραση του Γρυπάρη).
Αρχαίοι χρόνοι. Η Ρ., όπως και η απέναντι μικρασιατική ακτή και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα εκτός από τη Λέρο και την Πάτμο, κατοικήθηκαν από Δωριείς, που έφτασαν εδώ πριν από τη λεγόμενη κάθοδο των Δωριέων στην άλλη Ελλάδα· γι’ αυτό και η περιοχή ονομάστηκε Δωρίς. Γενάρχης των Ροδίων Δωριέων ήταν ο Τληπόλεμος, που έφτασε στη Ρ., ίσως από το Άργος, πριν από την τρωική εκστρατεία, στην οποία έλαβε μέρος με 9 πλοία και τελικά σκοτώθηκε μονομαχώντας με τον βασιλιά της Λυδίας Σαρπηδόνα. Αυτός χώρισε το νησί στις τρεις πόλεις: Ιαλυσό, Λίνδο και Κάμιρο, που έζησαν ειρηνικά σαν ομοσπονδία σε όλη την αρχαιότητα και σχημάτισαν, μαζί με την Κω, την Κνίδο και την Αλικαρνασσό τη δωρική εξάπολη (που μετά την αποχώρηση της Αλικαρνασσού έγινε πεντάπολη) με θρησκευτικό κέντρο το ιερό του Απόλλωνα στην Κνίδο. Ο κόσμος της Ρ. και των άλλων δωρικών νησιών μόνο κατά τη διάλεκτο διαφέρει από τον υπόλοιπο κόσμο των νησιών και των παράλιων της Μικράς Ασίας· όλα του τα άλλα γνωρίσματα είναι ιωνικά. Η ευφορία του δυτικού κυρίως και του βόρειου τμήματος του νησιού οδηγεί στην ανάπτυξη του γεωργικού βίου, ενώ μια μακροχρόνια παράδοση γαιοκτημονικού συστήματος, που ξεκινά από τα μυκηναϊκά χρόνια, είχε επικρατήσει στην Ιαλυσό και στην Κάμιρο και συνεχίστηκε σε όλη σχεδόν την περίοδο της αρχαιότητας. Η Λίνδος, της οποίας η ακμή αρχίζει από τα γεωμετρικά χρόνια, παίρνει άλλον οικονομικό δρόμο: καθώς βρίσκεται στο πιο άγονο μέρος της ανατολικής πλευράς του νησιού, όπου όμως ήταν το πέρασμα των πλοίων που έπλεαν προς την ανατολή και υπήρχαν φυσικά λιμάνια για να προσορμίζονται, αναπτύσσεται σε μεγάλο ναυτικό και εμπορικό κέντρο από τον 8o έως τον 6o αι. π.X., κατασκευάζει πλοία, ασχολείται με το διαμετακομιστικό εμπόριο, ιδρύει αποικίες και συμμετέχει ενεργά στην ιστορική ζωή του ελληνισμού. Λινδιακές αποικίες είναι η Φάσηλις, στα παράλια της Παμφυλίας και στη Σικελία η Γέλα. Αρχαίες πηγές μιλούν αόριστα για συμμετοχή Ρόδιων σε αποικισμούς των Βαλεαρίδων, της Παρθενόπης, της Σύβαρης κ.ά. Tον 6o αι. π.Χ., ενώ στην Ιαλυσό και στην Κάμιρο ακμάζει το αριστοκρατικό πολίτευμα, στη Λίνδο εγκαθίσταται πολιτικό σύστημα παράλληλο προς τα πολιτεύματα των εμποροναυτικών ιωνικών πόλεων και της Αθήνας, η τυραννίδα του Κλεόβουλου, ενός από τους εφτά σοφούς της αρχαιότητας, ο οποίος κυβέρνησε για σαράντα χρόνια αφήνοντας τη σφραγίδα του στη ζωή της πόλης· οδήγησε τους Λινδίους στη νίκη εναντίον της Λυκίας, αναμόρφωσε τα οικονομικά, έκαμε μεγάλα δημόσια έργα και ανανέωσε το ιερό της Αθηνάς στην ακρόπολη της Λίνδου. Η παρακμή της πόλης θα αρχίσει στις αρχές του 5ου αι. π.X., με την έξοδο των Περσών στο Αιγαίο. Αργότερα η Ρ. γίνεται μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας και στα μέσα του 5ου αι. π.X. προβάλλεται στο πανελλήνιο με τη νίκη του Διαγόρα στην Ολυμπία. Στο νησί τώρα τον πρώτο ρόλο τον παίρνει η αριστοκρατική Ιαλυσός, η οποία όμως δεν αντιδρά φανερά στη δημοκρατική Αθήνα. Σημαντικό ρόλο στη ζωή του νησιού θα παίξει κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αι. π.X. ο γιος του Διαγόρα, Δωριεύς. Στην αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου προσπαθεί να παρασύρει το νησί στο πλευρό των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι τον καταδικάζουν σε θάνατο (425 π.Χ.) κι αυτός εγκαθίσταται και πολιτογραφείται στους Θούριους της Κάτω Ιταλίας, μένει εκεί έως το 412 π.Χ., βοηθάει έπειτα τους Σπαρτιάτες με 10 πλοία στη νίκη τους εναντίον των Αθηναίων στη ναυμαχία της Σύμης και με την υποστήριξή τους αποβιβάζεται στη Ρ., όπου πείθει τους κατοίκους να εγκαταλείψουν το παλαιό σύστημα των τριών πόλεων και να ιδρύσουν ένα μεγάλο άστυ. Τότε συνοικίζονται οι τρεις πόλεις στη Ρόδο, στον «δάμον των Ροδίων», που αποφασίστηκε να χτιστεί στο βορειότερο μέρος του νησιού με πολιούχο τον Ήλιο και επώνυμο άρχοντα τον ιερέα του, και όπου θα υπήρχαν η εκκλησία του δήμου, η βουλή και οι πέντε πρυτάνεις, ενώ οι τοπικές βουλές της Λίνδου, της Ιαλυσού και της Καμίρου θα κρατούσαν τις αρμοδιότητες για τα τοπικά ζητήματα. Είναι εκπληκτικό ότι μέσα σε τρία χρόνια (411-408/7 π.Χ.) οι Ρόδιοι κατόρθωσαν να θεμελιώσουν τη νέα πόλη σύμφωνα με την τελευταία λέξη της πολεοδομίας και της αρχιτεκτονικής των κλασικών χρόνων. Από εδώ και πέρα η ιστορία του νησιού συμπίπτει με την ιστορία της πόλης της Ρόδου.
Η δύναμη της νέας πόλης στηρίχτηκε στο ναυτικό· γι’ αυτό δημιουργήθηκαν κατάλληλα λιμάνια, τουλάχιστον τέσσερα, ώστε να μπορούν να προσορμίζονται τα πλοία με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ο Δωριέας αντιτάχτηκε στους λακωνίζοντες συγγενείς του και ζήτησε να αποχωρήσει η Ρ. από τη σπαρτιατική συμμαχία. Το 396/5 π.Χ. οι δημοκρατικοί, σε μια περιορισμένη επανάσταση, εξόντωσαν τους λακωνίζοντες αριστοκρατικούς. Τελικά όμως οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να συλλάβουν και να εκτελέσουν τον γέροντα πια Δωριέα. Στον 4o αι. η πόλη, ανεπτυγμένη πια, είχε όση δύναμη της χρειαζόταν για να αντιταχτεί στον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ο οποίος την πολιορκούσε με μεγάλες δυνάμεις ζητώντας να συμμαχήσει μαζί του εναντίον των Πτολεμαίων της Αιγύπτου· στο τέλος όμως υποχρεώθηκε να υπογράψει μαζί της συνθήκη με ίσους όρους (307/6 π.Χ.). Τότε στήθηκε ως τρόπαιο ο περίφημος Κολοσσός της Ρόδου (που τον φιλοτέχνησε ο γλύπτης Χάρης ο Λίνδιος, μαθητής του Λύσιππου), που γκρεμίστηκε το 227/6 π.Χ. από σεισμό, ο οποίος προκάλεσε μεγάλες ζημιές στην πόλη και σε όλο το νησί. Τη ρωμαϊκή εξάπλωση οι Ρόδιοι την αντιμετώπισαν υπό το πρίσμα του τοπικού τους συμφέροντος, γι’ αυτό αντιτάχτηκαν στνο Φίλιππο E’ και στον Αντίοχο Γ’, όταν πολεμούσαν εναντίον των Ρωμαίων, ενώ βοήθησαν τους Ρωμαίους στον Γ’ Καρχηδονιακό πόλεμο (147 π.Χ.) και στους Μιθριδατικούς (88-63 π.Χ.), επισύροντας την εκδίκηση του Μυθριδάτη, ο οποίος πολιόρκησε τη Ρ., αλλά μάταια. Το 42 π.Χ. καταλαμβάνει το νησί και το λεηλατεί ο Κάσσιος. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους η Ρόδος περιέρχεται σε δεύτερη μοίρα και στα μέσα του 2ου αι. π.X. την καταστρέφει πάλι σεισμός, από τον οποίο θα τη βοηθήσει να αποκατασταθεί ο Αντωνίνος Πίος.
Η «ευνομία» των Ροδίων, που τη θαυμάζει ο Στράβων στον 2o αι. μ.Χ., φαίνεται πως συνόδευε τη ζωή τους σε όλη την αρχαιότητα: «δημοκηδείς εισίν οι Ρόδιοι καίπερ ου δημοκρατούμενοι», γράφει· «σιταρχείται δη ο δήμος και οι εύποροι τους ενδεείς υπολαμβάνουσι έθει τινί πατρίω». Η πόλη φρόντιζε ώστε οι κάτοικοί της να έχουν τα απαραίτητα της ζωής. Η οικονομική ζωή στηριζόταν κυρίως στην ισχυρή ναυτική δύναμη, στη βιοτεχνία στο εμπόριο και στις ανταλλαγές. Η οργάνωση του ναυτικού τους, μοναδική στον αρχαίο κόσμο, στηριζόταν στη μακρά ναυτική παράδοση του νησιού, που μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους: την πρώτη, της βασιλείας, που συνδέεται με τον Τληπόλεμο, με τη συμμετοχή του ροδιακού ναυτικού στον Τρωικό πόλεμο και με πιθανές εγκαταστάσεις Ρόδιων στη Δύση· τη δεύτερη, τη λινδιακή, για την οποία έγινε ήδη λόγος· και την τρίτη, της πόλης της Ρ., για την οποία υπάρχουν και τα περισσότερα στοιχεία. Στην τέλεια οργάνωση του εμπορικού και πολεμικού ναυτικού στηριζόταν η αριστοκρατική δημοκρατία των Ρόδιων, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οι μεγάλοι εφοπλιστές του ελληνιστικού κόσμου. Έλεγαν πως σε δέκα Ρόδιους αντιστοιχούν δέκα πλοία. Κάθε Ρόδιος αριστοκράτης είχε σχέση με το ναυτικό και άρχιζε τη σταδιοδρομία του ως ναύτης. Όσοι είχαν συνυπηρετήσει ή συμπολεμήσει έκαναν εταιρείες, κάτι παρόμοιο με τις λέσχες της εποχής μας. Αποτέλεσμα της τέλειας αυτής οργάνωσης ήταν να δημιουργηθεί ένας ναυτικός κώδικας που στην ελληνιστική εποχή είχε επιβληθεί, αν και άγραφος, σε όλη τη Μεσόγειο. Στα ρωμαϊκά χρόνια είναι γνωστός ως «Lex Rhodia de jactu» και λέγεται πως και ο Αύγουστος και ο Αντωνίνος είχαν εκφράσει τον απόλυτο σεβασμό τους γι’ αυτόν. Μαρτυρίες από ανασκαφικά ευρήματα πολλών και απομακρυσμένων αρχαίων πόλεων μαρτυρούν την ευρύτατη εμπορική δραστηριότητα των Ρόδιων: στην Αλεξάνδρεια, στις πόλεις της Μέσης Ανατολής, στην Αντιόχεια, στη Μικρά Ασία, στη Συρία, στη Βαβυλωνία, στον Πόντο, στη Σκυθία, στη Θράκη, στη Μακεδονία, σε πολλά νησιά του Αιγαίου και κυρίως στη Δήλο, στην Αθήνα, στη Σικελία και σε όλες σχεδόν τις πόλεις της δυτικής Μεσογείου έχουν βρεθεί ροδιακοί πήλινοι εμπορικοί αμφορείς, χρονολογούμενοι από τον 3o έως τον 1o αι. π.X., ολόκληροι ή τμήματα και, κυρίως, λαβές με τις σφραγίδες των εργοστασιαρχών και των επώνυμων αρχόντων της Ρ., που μαρτυρούν, εκτός από την έκταση του ροδιακού εμπορίου στα χρόνια αυτά, και την ανάπτυξη της κεραμικής στη Ρ. Σε όλες σχεδόν τις ελληνιστικές πόλεις είναι γνωστοί από επιγραφές Ρόδιοι έμποροι, στους οποίους είχαν δοθεί ειδικά προνόμια, επειδή η εμπορική δραστηριότητά τους εξασφάλιζε πράγματα απαραίτητα για τη ζωή των πόλεων. Όλα αυτά εξηγούν φυσικά γιατί η πολιτική της Ρ. έναντι όλων των πόλεων του ελληνιστικού κόσμου ήταν πάντα φιλειρηνική.
Η ακμή της Ρ. στην αρχαιότητα συνοδεύεται και από την παρουσία αξιόλογων πνευματικών προσωπικοτήτων. Έτσι, από την αρχαϊκή περίοδο είναι γνωστός ο Πείσανδρος από την Κάμιρο, που περιλαμβάνεται στον κύκλο των επικών ποιητών, ενώ ο Κλεόβουλος από τη Λίνδο, για τον οποίο έγινε ήδη λόγος, μπορεί να θεωρηθεί ως ο συνδυασμός του πρακτικού και θεωρητικού ανθρώπου, όπως τον έπλασε στον ελληνικό χώρο η αρχαϊκή εποχή. Από την Ιαλυσό είναι γνωστός ο μελικός ποιητής Τιμοκρέων, που, όπως φαίνεται, είχε περιπετειώδη βίο, επειδή είχε ταχθεί με το μέρος των μηδιζόντων κατά τους περσικούς πολέμους. Μετά τον συνοικισμό η πνευματική ζωή είχε συγκεντρωθεί φυσικά στο μεγάλο άστυ. Στον 4o αι. υπήρχε στη Ρ. ρητορική σχολή, ιδρυμένη πιθανώς από τον Αισχίνη, και στον ίδιο αιώνα είναι γνωστός ο Αναξανδρίδης, κωμικός ποιητής από την Κάμιρο, που νίκησε στην Αθήνα, ο περιπατητικός φιλόσοφος Εύδημος από τη Ρ. και οι διάδοχοί του, Πραξιφάνης και Ιερώνυμος. Ο επόμενος αιώνας κυριαρχείται από την προσωπικότητα του Απολλώνιου. Tον 2o αι. ζουν ο αστρονόμος Ίππαρχος και ο φιλόσοφος Παναίτιος και στις αρχές του 1ου αι. ο μαθητής και συνεχιστής του Παναίτιου, Ποσειδώνιος, που οι Ρόδιοι τον έκαναν δυο φορές πρύτανη και τον έστειλαν πρεσβευτή στη Ρώμη. Εξαιρετική σημασία έχει πάρει τα τελευταία χρόνια ο Λίνδιος φιλόλογος Τιμαχίδης, όχι τόσο για την αξία του έργου του, όσο γιατί στις ανασκαφές της Λίνδου βρέθηκε μια πλάκα με ένα έργο του, το χρονικό του ιερού της Αθηνάς της Λίνδου.
Παλαιοχριστιανική (330-653 ή 654) και βυζαντινή (653 ή 654-1309) περίοδος. Στην ξεπερασμένη πια, αλλά φημισμένη για το λιμάνι της Ρ. φαίνεται πως ο χριστιανισμός ρίζωσε πολύ νωρίς. Μαζί με τα εμπορεύματα, που περνούσαν από εδώ προερχόμενα από την Ανατολή κι από τη Δύση, έφταναν και οι νέες ιδέες. Δεν είναι βέβαιο αν τη νέα θρησκεία κήρυξε ο Παύλος. Ίσως ο απόστολος των εθνών, τουλάχιστον από όσα γράφουν οι Πράξεις των Αποστόλων (ΚΑ, I) χρησιμοποίησε τη Ρ. μόνο ως σταθμό, πηγαίνοντας από την Κω στα Πάταρα τη Μικράς Ασίας. Πρώτος γνωστός επίσκοπος είναι ο Φωτεινός, στα χρόνια του Διοκλητιανού, και στην A’ Οικουμενική Σύνοδο (325) συμμετέχει ο επίσκοπος Ρόδου Ευφρόσυνος. Tον 4o αι. διαδίνονται εδώ οι αιρέσεις των αρειανών, σεβηριανών και πελαγιανών, γεγονός που μαρτυρεί ότι η χριστιανική κοινότητα παρακολουθεί με πάθος την πάλη των νέων ιδεών. Ενσωματωμένη πια πολιτικά στο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, η Ρ. γίνεται από την εποχή του Διοκλητιανού πρωτεύουσα της επαρχίας των νήσων (Ρrovincia insularum) έως το τέλος περίπου του 6ου αι., υπάγεται στο ναυτικό θέμα των Κυβηραιωτών. Την πολιτική και πολιτιστική παρακμή, που είχε ήδη αρχίσει, θα την επιταχύνουν οι επιδρομές πρώτα του βασιλιά της Περσίας Χοσρόη (620) και μετά του Μωαβιά (653 ή 654), ο οποίος θα κρατήσει το νησί έως το 658 ή 678, θέτοντας τέρμα στην παλαιοχριστιανική περίοδο και ανοίγοντας μια σκοτεινή εποχή, που ουσιαστικά θα κρατήσει μέχρι τις αρχές του 14ου αι. και θα φωτίζεται μόνο από τις αποσπασματικές πληροφορίες των βυζαντινών χρονογράφων. Έτσι μαθαίνουμε ότι τον 8o αι. η Ρ. εξακολουθεί να έχει ναυτική στρατηγική σημασία, αφού από τον ναύσταθμό της ξεκινούν το 718 τα βυζαντινά πλοία για να καταστρέψουν τον στόλο των Σαρακηνών· ότι τον 9o αι., κατά τις πληροφορίες Αράβων ιστορικών, από τη Ρ. ξεκινά ο βυζαντινός στόλος εναντίον της βόρειας Αφρικής και της αραβοκρατούμενης Κρήτης· ότι το 807 τη λεηλατεί ο στόλος του Αρούν αλ Ρασίντ· ότι το 1082 οι Βενετοί εγκατασταίνουν εκεί εμπορικό σταθμό· ότι το 1190 ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος και ο Φίλιππος της Γαλλίας μαζεύουν από εκεί μισθοφόρους για τη σταυροφορία τους. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) δημιουργεί νέες πολιτικές συνθήκες στη Ρόδο. Ηγεμόνας του νησιού, με τον τίτλο του Καίσαρα, ανακηρύσσεται ο Λέων Γαβαλάς, ο οποίος μένει ανεξάρτητος μερικά χρόνια και αναγκάζεται αργότερα να δεχτεί την επικυριαρχία του αυτοκράτορα της Νίκαιας, χωρίς να χάνει και κάθε ευκαιρία για να αποδεσμευτεί από αυτό,ν συμμαχώντας με τους Φράγκους. Ο διάδοχός του Ιωάννης Γαβαλάς έμεινε πιστός στον αυτοκράτορα και πολέμησε επανειλημμένα εναντίον των Λατίνων. Σε μια τέτοια εκστρατεία του βρήκαν οι Γενοβέζοι αφρούρητο το κάστρο της Ρ. και το πήραν για λίγο. Σε όλο το β’ μισό του 13ου αι. και στην πρώτη πενταετία του 14ου η αυτοκρατορική κυριαρχία στη Ρ. είναι χαλαρή. Οι Γενοβέζοι ναύαρχοι που τη διοικούν εικονικά μόνο αναγνωρίζουν τη βυζαντινή επικυριαρχία και τελικά ένας από αυτούς, ο Βινιόλο ντέι Βινιόλι, την πουλά μετά με την Κω και τη Λέρο στους Ιωαννίτες ιππότες, οι οποίοι, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, αφήνουν την Παλαιστίνη (1291) και καταφεύγουν στη Λεμεσό της Κύπρου. Από εκεί θα εξορμήσουν για να καταλάβουν τελικά τη Ρόδο (1309) και σιγά σιγά όλη τη Δωδεκάνησο, εκτός από την Κάρπαθο και την Κάσο, που τις κρατούν οι Βενετοί.
Από την παλαιοχριστιανική περίοδο μόνη μαρτυρία πνευματικής δραστηριότητας στη Ρ. είναι η πόλη μεταξύ των ορθόδοξων και των αιρεσιαρχών, πολλοί από τους οποίους έμειναν στο νησί. Στη βυζαντινή περίοδο μόνο ένα αξιόλογο όνομα λόγιου παρουσιάζεται στη Ρ., του Κωνσταντίνου του Ασηκρίτη του Λίνδιου, που έζησε στο περιβάλλον του παλατιού της Κωνσταντινούπολης και έγραψε την Έκφρασιν της Εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων. Σκόρπια αναφέρονται και ονόματα διάφορων κωδικογράφων Ρόδιων.
Φραγκοκρατία (1309-1522). Με την εγκατάστασή τους στη Ρ. οι Ιωαννίτες ιππότες αντιμετώπισαν μια περιορισμένη επανάσταση εναντίον του αυταρχικού Μεγάλου Μάγιστρου Φουλκ Ντε Βιλαρέ, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ύστερα συνέχισαν με πείσμα τον αγώνα τους εναντίον των μουσουλμάνων. Νικούν τον τουρκικό στόλο στα παράλια της Μικράς Ασίας και με σύμμαχο τον Πέτρο Λουζινιάν της Κύπρου φτάνουν μέχρι τις παραλιακές πόλεις της βόρειας Αφρικής. Στην αρχή, αν και τους χωρίζει ο θρησκευτικός φανατισμός, δεν τα πάνε άσχημα με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο. Από τα μέσα όμως του 14ου αι. η στάση τους σκληραίνει στο θρησκευτικό θέμα και οι Ρόδιοι μένουν χωρίς θρησκευτικό αρχηγό. Ο χειροτονούμενος από το πατριαρχείο μητροπολίτης Ρ. μένει έξω από τη Δωδεκάνησο. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται μέχρι τις συνόδους Φεράρας και Φλωρεντίας (1438-39) όπου παραβρέθηκε και υπέγραψε το πρακτικό της ο μητροπολίτης Ρ. Ναθαναήλ. Παράλληλα την ίδια εποχή μεγαλώνει η κίνηση του λιμανιού και πολλοί Ρόδιοι πλουτίζουν τόσο, ώστε να δανείζουν ακόμα και το τάγμα. Η εντεινόμενη τουρκική απειλή θα φέρει, ιδίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, τους ιππότες πιο κοντά στους Έλληνες κάτοικους του νησιού, οι οποίοι έχουν τώρα το δικαίωμα να εκλέγουν οι ίδιοι τον θρησκευτικό αρχηγό τους, ο οποίος ορκίζεται πίστη στον Μεγάλο Μάγιστρο και στον πάπα, διοικεί όμως την Εκκλησία κατά τις δικές της παραδόσεις. Οι Έλληνες χτίζουν νέες ή ανακαινίζουν τις παλιές εκκλησίες και τα μοναστήρια τους, ενισχυόμενοι πολλές φορές οικονομικά από τον Μεγάλο Μάγιστρο. Στην ίδια περίοδο η πόλη της Ρ. γεμίζει με παλάτια, σπίτια και εκκλησίες των ιπποτών, οι οποίοι συνεχώς ενισχύουν την οχύρωση του νησιού με τα δεδομένα της πιο προοδευμένης στρατιωτικής τέχνης της εποχής, για την αντιμετώπιση της ολοένα εντεινόμενης μουσουλμανικής απειλής. Για πρώτη φορά θα αισθανθεί η Ρ. τον κίνδυνο να κατακτηθεί από τους Τούρκους το 1480: 120.000 στρατός, με επικεφαλής τον εξωμότη αρχιναύαρχο και μεγάλο βεζύρη Μεσίχ πασά Παλαιολόγο, αποβιβάζονται και πολιορκούν το κάστρο χρησιμοποιώντας το νέο και τρομερό όπλο της εποχής, το κανόνι. Τελικά όμως δεν θα κερδίσουν· θα λύσουν την πολιορκία και θα επιστρέψουν στον Μαρμαρά, ενώ ο πρωτεργάτης της νίκης Μέγας Μάγιστρος Πιερ Ντ’ Ομπισόν, από τις αξιολογότερες προσωπικότητες των Ιωαννιτών, θα τιμηθεί για τη νίκη του από τον πάπα (1489) με τον τίτλο του καρδινάλιου και λεγάτου της Ασίας. Ο τουρκικός κίνδυνος όμως εξακολουθούσε όπως και η ένταση στις σχέσεις. Οι Μεγάλοι Μάγιστροι φέρνουν στη Ρ. τους καλύτερους τεχνικούς για να ενισχύσουν την οχύρωση: τον Βενετό Μπαζίλιο νταλά Σκουόλα, τον Σικελό Ματέο Τζοένι, τους Φλωρεντινούς Τζερόλαμο Μπαρτολούτσι και Ταντίνο Μαρτινέγκο. Η μεγάλη στιγμή θα έρθει στις 24 Ιουνίου 1522· τότε φτάνουν στο νησί οι Τούρκοι με περίπου 280 καράβια και με 140-200.000 στρατό. Ύστερα από αγώνα 6 μηνών οι πολιορκημένοι παραδίνονται με καλούς σχετικά όρους. Στις 2 Ιανουαρίου ο στόλος των ιπποτών φεύγει από τη Ρόδο μαζί με 4.000 Ροδίτες· για τριακόσια ενενήντα χρόνια θα μείνουν στη Ρόδο οι Τούρκοι· μια προσπάθεια που θα κάνουν το 1527 οι ιππότες να ξαναπάρουν το νησί, θα αποτύχει.
Κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας, παράλληλα προς την οικονομική άνθηση αναπτύσσεται και σημαντική πνευματική κίνηση. Οι Ρόδιοι, χωρίς να χάνουν την επαφή τους με την ελληνική παράδοση, που τη συντηρούσε, εκτός των άλλων, η θρησκευτική αντίθεση προς τους Φράγκους, έρχονταν για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με το δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό. Η πνευματική κίνηση που παρατηρείται έχει πολλές αναλογίες με την αντίστοιχη, της ίδιας εποχής, στην Κρήτη. Ο ορθόδοξος μητροπολίτης Νείλος Διασορινός (1357-69), ο Μέγας Μάγιστρος Φερδινάνδος ντ’ Ερέντια (1377-96), και κατά δεύτερο λόγο ο Γεώργιος Καλοκύρης, ο Δημήτριος Καλοδίης, ο καθολικός αρχιεπίσκοπος Ανδρέας Πέτρας είναι μερικά από τα ονόματα που διακρίνονται στη Ρόδο στην περίοδο αυτή.
Τουρκοκρατία (1523-1912), ιταλική κατοχή (1912-1945). Για τον πρώτο αιώνα της τουρκοκρατίας δεν υπάρχουν πληροφορίες ούτε μαρτυρίες. Προς το τέλος του μόνο φαίνεται να αρχίζει κάποια οικονομική ανάπτυξη, ιδίως της Λίνδου, της οποίας τα πλοία ξαναφαίνονται. Ανάπτυξη θα παρουσιαστεί κι εδώ, όπως και στον υπόλοιπο ελληνισμό, κατά τους δυο επόμενους αιώνες. Στην επανάσταση του ’21 η Ρ., με πολύ τουρκικό στρατό και με μεικτό πληθυσμό, δεν μπόρεσε να ξεσηκωθεί, όπως άλλα νησιά του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στον αγώνα όμως έλαβαν μέρος αρκετοί Ροδίτες. Η Ρόδος έμεινε στα χέρια των Τούρκων έως το 1912 οπότε περιέρχεται στους Ιταλούς, οι oποίοι θα φύγουν με το τέλος του B’ Παγκοσμίου πολέμου. Η Ρόδος, μαζί με τα υπόλοιπα νησιά του συμπλέγματος, ενσωματώθηκε στην Ελλάδα το 1948.
Εξέλιξη της πόλης, μνημεία, τέχνη. Η πόλη της Ρ. θεμελιώθηκε από το 411 έως το 408/7 π.Χ. σύμφωνα με την τελευταία λέξη της πολεοδομίας και της αρχιτεκτονικής των κλασικών χρόνων. Ο Δωριέας, κατά την παραμονή του στους Θουρίους, όπου είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει και να ζήσει από κοντά τα νέα τεχνικά και πολιτιστικά ρεύματα του ελληνικού πνεύματος του δεύτερου μισού του 5ου αι. π.X., γνώρισε και τον Ιππόδαμο και με το σχέδιό του χτίστηκε η νέα πόλη σε έκταση 80 ροδιακών τετραγωνικών σταδίων, χωρισμένη σε ζώνες: ιερών και ακρόπολης, εμπορική, νεωρίων, οικιών. Ο λόγος που διάλεξαν το βορειότερο μέρος του νησιού ήταν επειδή από εκεί περνούσαν όλα τα πλοία, όπου και αν κατευθύνονταν.
Αρχαίοι χρόνοι. Η μελέτη του πολεοδομικού και ρυμοτομικού σχεδίου της αρχαίας Ρ. δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα κι έτσι λίγα μόνο στοιχεία μπορεί να αναφερθούν με βεβαιότητα. Ο χώρος της ακρόπολης διατηρεί σε γενικές γραμμές τη μορφή που είχε στην αρχαιότητα. Από την κλασική περίοδο που λίγα στοιχεία έχουν διασωθεί και γι’ αυτό δεν είναι ακόμα δυνατό να ειπωθεί κάτι συγκεκριμένο. Περισσότερα έχουν διασωθεί από την ελληνιστική διαμόρφωση της Ρ. (όπως επίσης και της Λίνδου και της Καμίρου). Στα χρόνια αυτά κυριαρχεί ο λεγόμενος «μπαρόκ» ρυθμός, που επιδιώκει καθ’ ύψος σκηνογραφικές διαμορφώσεις, με οικοδομήματα σε επάλληλα επίπεδα, καθώς και πολυαξονικές τοποθετήσεις αρχιτεκτονικών συνόλων. Τα επίπεδα διαμόρφωσης της ακρόπολης είναι μικρού σχετικά ύψους και σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει απόκλιση από τους άξονες του ρυμοτομικού σχεδίου Β-Ν και Α-Δ. Παρατηρείται επίσης ότι οι Ρόδιοι επενέβαιναν με πολλή φειδώ στο φυσικό περιβάλλον, ακόμα και όταν επρόκειτο για μεγάλα κτίσματα, όπως το αρχαίο στάδιο και τα παραρτήματά του, που προσπάθησαν να το προσαρμόσουν σε προϋπάρχουσα πτυχή του εδάφους, ώστε να μη δημιουργήσουν μεγάλη πληγή. Σπουδαίο ρόλο κατά την ίδια εποχή παίζει η κατασκευή μεγάλων στοών, που κλείνουν και κατά κάποιο τρόπο ορίζουν τους χώρους των ιερών. Μιας τέτοιας τα θεμέλια έχουν ανασκαφεί στον χώρο του ναού της Αθηνάς Πολιάδας και του Δία, Πολιέα, στην ακρόπολη της Ρ. Τη ζωντανή όμως εικόνα των στοών αυτών μας τη δίνει η μεγάλη στοά της ακρόπολης της Λίνδου και η επίσης μεγάλη στην κορυφή της ακρόπολης της Καμίρου. Η επάρκεια σε κτίρια και λιμενικές εγκαταστάσεις και η λειτουργική αρτιότητα της ελληνιστικής Ρ. ήταν η αιτία για την οποία οι Ρωμαίοι δεν φαίνεται να προξένησαν μεγάλες αλλαγές, εκτός από μια κεντρική αρτηρία, που ξεκινούσε από το μικρό λιμάνι (Μανδράκι) και με στοές στις δυο πλευρές και πλακόστρωτο δάπεδο θα διέσχιζε μόνο το εμπορικό τμήμα της πόλης, με κατεύθυνση Β-Ν, για να καταλήξει μπροστά στο λιμάνι, σε ένα μεγάλο τετράπυλο, κατασκευασμένο από ντόπιο μάρμαρο.
Αρκετά μνημεία των αρχαίων χρόνων έχουν σωθεί στην πόλη της Ρ., όπως και στις τρεις άλλες αρχαίες πόλεις, για τα οποία όμως η αρχαιολογική επιστήμη δεν έχει πει ακόμα την τελευταία λέξη εξαιτίας της εκτεταμένης και χωρίς λεπτομερή μελέτη αναστήλωσης, που δέχτηκαν κατά την ιταλική περίοδο: στην ακρόπολη της Ρ. έχουν ανακατασκευαστεί όλο σχεδόν το αρχαίο στάδιο, το αρχαίο ωδείο, οι αναλημματικοί τοίχοι πάνω από το ωδείο και ένα μέρος του δωρικού ναού του Πυθίου Απόλλωνα· στη Λίνδο έχουν κατασκευαστεί οι ταράτσες, ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνιστικής στοάς, το μεγαλύτερο μέρος του ναού της Αθηνάς και άλλα τμήματα των μνημείων στην Κάμιρο οι αναστηλώσεις προχωρούσαν με τον ρυθμό των ανασκαφών.
Η αγγειοπλαστική είναι ένα στοιχείο της καλλιτεχνικής ζωής της Ρ. που, όπως αποδεικνύουν οι τελευταίες ανασκαφές, κράτησε από τα μυκηναϊκά χρόνια μέχρι τις μέρες μας, επιζώντας ακόμα και κατά τους αιώνες της μεγάλης ακμής της αττικής αγγειοπλαστικής (6o, 5o και 4o π.Χ.) οπότε εισάγονταν στο νησί μεγάλο πλήθος αττικών αγγείων. Αγγεία, όπως και μικροαντικείμενα της μυκηναϊκής περιόδου από τη Ρ., βρίσκονται σε πολλά μουσεία του κόσμου και στο υπό κατασκευή τμήμα της αρχαιολογικής συλλογής του μουσείου της πόλης. Με αξιόλογα αγγεία αντιπροσωπεύεται και η περίοδος του γεωμετρικού ρυθμού, τα οποία εντάσσονται στο γενικότερο πνεύμα του ιωνικού και του αττικού κόσμου, διατηρούν όμως κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Μεγάλη άνθηση γνώρισαν η κεραμική και η αγγειογραφία στους αρχαϊκούς χρόνους. Η αρχαϊκή γλυπτική μας είναι γνωστή από τους κούρους της Καμίρου (Μουσείο Ρ.), οι οποίοι, παρά τον ενθουσιασμό με τον οποίο μιλεί ο Πίνδαρος για εγχώρια δαιδαλική παραγωγή, μαρτυρούν πιο πολύ επιδράσεις –αν δεν είναι εισαγωγή– από τα κυκλαδικά εργαστήρια και σχέσεις με τον αρχαϊκό κόσμο της Σάμου και της Ανατολής. Αυτόνομο πλαστικό εργαστήριο υπάρχει ασφαλώς στο νησί μόνο στο τέλος του 5ου αι. π.X., όπως μαρτυρεί η στήλη της Κριτούς και Τιμαρίστας, το καλύτερο έκθεμα του μουσείου της Ρ. Με την ίδρυση της πόλης της Ρ. συγκεντρώνεται εκεί και η καλλιτεχνική ζωή. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της καλλιτεχνικής αντίληψης της νέας πόλης είναι η ελευθερία που άφησε στους ξένους καλλιτέχνες, τόσο στην εγκατάσταση όσο και στην εργασία τους. Στα ελληνιστικά χρόνια δούλεψαν στη Ρ. πάνω από 130 καλλιτέχνες από 50 πόλεις του ελληνικού κόσμου. Ο Λύσιππος είχε κατασκευάσει ένα τέθριππο με τον θεό Ήλιο κι αργότερα ο μαθητής του Χάρης ο Λίνδιος κατασκεύασε τον περίφημο Κολοσσό, για τον οποίο η νεότερη έρευνα παραδέχεται πως ήταν τοποθετημένος μάλλον στον χώρο του Καστέλλου. Οπωσδήποτε δεν ήταν τοποθετημένος στο λιμάνι, όπως τον παρουσιάζουν οι μεταγενέστερες αναπαραστάσεις, με τα πόδια ανοιχτά για να περνούν δήθεν από κάτω τα πλοία. Η παράσταση αυτή είναι γέννημα λαϊκισμού των μεσαιωνικών χρόνων, στην οποία προσπάθησαν να δώσουν κάποια αληθοφάνεια οι πρώτοι φιλόλογοι επισκέπτες της Ρ. στα χρόνια της Αναγέννησης, χρησιμοποιώντας μεταγενέστερα κείμενα, παρανοημένα από τους ίδιους ή από άλλους μελετητές. Στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου αι. π.X. η ροδιακή γλυπτική γνωρίζει μεγάλη ακμή, με ένα νέο ρυθμό ο οποίος, αντίθετα προς τον κλασικισμό, θέλει να αποδώσει τη φυσικότητα και τις συναισθηματικές καταστάσεις. Χαρακτηριστικότερο δείγμα του είναι η ζωφόρος του μεγάλου βωμού του Δία στην Πέργαμο (σήμερα στο Μουσείο του Ανατολικού Βερολίνου), ενώ από τη Ρ. δεν έχουν σωθεί πολλά δείγματά του. Στα τέλη του 2ου και στον 1o αι. π.X., η γλυπτική χάνει την αυτοτέλειά της για να γίνει απλώς διακοσμητικό στοιχείο, που αποσκοπεί στην τέρψη του ματιού, με μικρά έργα, που τοποθετούνται κυρίως σε κήπους μέσα σε κόγχες, ανάμεσα στα δέντρα, στα λουλούδια και στα τρεχούμενα νερά. Είναι ο λεγόμενος ρυθμός ροκοκό, δείγματα του οποίου υπάρχουν αρκετά στο μουσείο της Ρ. Η ροδιακή γλυπτική πάντως δεν θα σβήσει ούτε και όταν ο Κάσσιος θα λεηλατήσει την πόλη και θα πάρει τα έργα τέχνης. Τα ευρήματα αποδεικνύουν πως ένα τουλάχιστον εργαστήριο με μεγάλη φήμη υπήρχε: του Πυθόδωρου, του Αθηνόδωρου και του Αγήσανδρου, δημιουργών του περίφημου συμπλέγματος του Λαοκόοντα (Μουσείο Βατικανού). Έργα των τριών αυτών Ρόδιων καλλιτεχνών, όπως απέδειξαν οι τελευταίες έρευνες στη σπηλιά της Σπερλόγκα, στη δυτική ακτή της Ιταλίας, είναι οι τεράστιες συνθέσεις με συμπλέγματα από τον επικό κύκλο που κοσμούσαν το εσωτερικό μιας φυσικής σπηλιάς κοντά σε μια βίλα του αυτοκράτορα Τίτου. Όσο κι αν η έρευνα δεν έχει ολοκληρωθεί, είναι πάντως βέβαιο πως και στο τέλος της ελληνιστικής εποχής και στα ρωμαϊκά χρόνια τα ροδιακά εργαστήρια είχαν διεθνή για την εποχή κίνηση και φήμη. Αλλά και σπουδαίοι ζωγράφοι εργάστηκαν στη Ρ., όπως μαρτυρούν τα αρχαία κείμενα: ο Απελλής που είχε ζωγραφίσει τα πορτρέτα δυο φίλων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ο Πρωτογένης, που είχε ζωγραφίσει τον μυθικό Ιάλυσο και άλλες παραστάσεις της ροδιακής μυθολογίας, που βρίσκονται στο Διονύσιον, το ιερό του Διόνυσου κοντά στο λιμάνι.
Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή περίοδος. Μετά τον μεγάλο σεισμό του 155 μ.Χ. η Ρ. θα αργήσει πολύ να συνέλθει. Τα περιορισμένα ανασκαφικά δεδομένα δεν έχουν επιτρέψει ακόμα να οριστεί το μέγεθος της παλαιοχριστιανικής πόλης. Φαίνεται όμως ότι είχε την ίδια περίπου έκταση με την αρχαία. Το ιπποδάμειο ρυμοτομικό της σχέδιο έχει βέβαια αλλοιωθεί εδώ κι εκεί, εξακολουθεί όμως να είναι χωρισμένη σε ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα. Η πόλη θα μεταβληθεί σε ερείπια με τον μεγάλο νυχτερινό σεισμό του 515. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος θα βοηθήσει για την ανοικοδόμηση των κτιρίων, αλλά η πόλη δεν θα ξαναπάρει πια την παλαιά της λαμπρότητα. Το τελικό χτύπημα στην παλαιοχριστιανική Ρ. θα το δώσουν οι επιδρομές των Περσών πρώτα (620) και των Σαρακηνών του Μωαβιά μετά (653 ή 654). Από τότε ίσως η πόλη περιορίζεται στη θέση όπου θα χτιστεί αργότερα το μεσαιωνικό κάστρο της. Για τους επόμενους αιώνες, 7o έως 14o, δεν υπάρχουν πληροφορίες ούτε καν για την έκταση της πόλης. Η φραγκοκρατία, με την οικοδομική και καλλιτεχνική της δραστηριότητα, εξαφάνισε τα ίχνη του παρελθόντος. Μόνο μερικά κομμάτια του παραλιακού τείχους αναγνωρίζονται ως λείψανα του βυζαντινού κάστρου.
Ερείπια παλαιοχριστιανικών κτισμάτων έχουν εντοπιστεί πολλά στη Ρ. Μέσα στην πόλη, μεταξύ των οδών Παύλου Μελά και Χειμάρρας, έχει ανασκαφεί μια από ης μεγαλύτερες παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Ελλάδας, που φαίνεται πως χτίστηκε κατά τον 4o αι., γκρεμίστηκε και κάηκε με τον σεισμό του 515, ξαναχτίστηκε πάνω στο παλαιό σχέδιο με πιο χοντρούς τοίχους και με στηρίγματα από ορθογώνιους πεσσούς, και τελικά καταστράφηκε από τους Σαρακηνούς του Μωαβιά (653 ή 654). Άλλη παλαιοχριστιανική βασιλική, που δεν έχει ανασκαφεί ακόμα, βρέθηκε στους πρόποδες του λόφου του Αγίου Στέφανου (Μόντε Σμιθ), ενώ στη γωνία των οδών Βενιζέλου και Φρειδερίκης έχουν έρθει από χρόνια στο φως ερείπια παλαιοχριστιανικών κτισμάτων, άγνωστης ακόμα χρήσης. Το 1930, όταν οι Ιταλοί έχτιζαν το καινούργιο στάδιο, είχε βρεθεί η χτιστή κολυμβήθρα και το ψηφιδωτό δάπεδο βαπτιστήριου άλλης παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Άλλες 18 παλαιοχριστιανικές βασιλικές έχουν εντοπιστεί σε διάφορα μέρη του νησιού: στην Αρνίθα, η μόνη που έχει ανασκαφεί κατά ένα μέρος, Άφαντου, Κολυμπίων, Χαρακίου, Καλάθου, Λίνδου, Λάρδου, Γενναδίου, Πλυμμη-ρίου, Κατταβιάς, Μεσαναγρού, Καμίρου Σκάλας, Δημιλιάς, Αγ. Σουλά, Ψίνθου, Φιλερήμου, Ατταβύρυ Κιοταρίου. Από τους τρεις επόμενους αιώνες δεν σώθηκε σχεδόν τίποτα, ενώ από τον 10o βρέθηκαν ερείπια μιας ανώνυμης εκκλησίας στη Φιλέρημο. Tον 11o αι. χτίζεται στην πόλη η Παναγία του Κάστρου και στην ύπαιθρο χτίζονται ή ανακαινίζονται τα κάστρα Φαρακλού, Λίνδου και Φιλέρημου.
Στις εικαστικές τέχνες και στην αρχιτεκτονική η Ρ. της παλαιοχριστιανικής περιόδου, αν και η εικόνα της θα ολοκληρωθεί μόνο όταν ανασκαφούν και μελετηθούν οι 18 βασιλικές της, δεν φαίνεται να υστερεί από τα άλλα νησιά του Αιγαίου. Πρωτεύουσα της επαρχίας των νησιών, η Ρ. δεν θα δημιουργήσει βέβαια δική της τέχνη, επηρεασμένη όμως από τη μεγάλη της παράδοση θα προσφέρει έργα με κάποιο χαρακτήρα. Ανεπτυγμένη είναι η τέχνη της κεραμουργίας, τόσο ώστε στη Ρ. ο Ιουστινιανός παραγγέλλει τα κεραμίδια του τρούλου της Αγίας Σοφίας. Τα ελάχιστα δείγματα των επόμενων τριών αιώνων, δυο-τρία κιονόκρανα με λεπτοδουλεμένα ανάγλυφα κοσμήματα, είναι αρκετά μόνο για να επιβεβαιώσουν πως η Ρ. στην περίοδο αυτή δεν είχε εκβαρβαριστεί. Οι τοιχογραφίες της βυζαντινής περιόδου, όχι παλιότερες του 11ου αι. (Άγ. Γεώργιος ο χωστός, στη Λίνδο) ακολουθούν την καλλιτεχνική γραμμή που επικρατεί στη Μικρά Ασία και στα νησιά του Αιγαίου, χωρίς όμως να ξεπερνούν τη μετριότητα. Μόνο οι τοιχογραφίες του Θάρι, στο καθολικό του μοναστηριού του Ταξιάρχη Μιχαήλ (του 13ου αι.), μπορεί να συγκριθούν με άλλα μεγάλα έργα της αυτοκρατορίας.
Φραγκοκρατία. Πρώτη δουλειά των ιπποτών μόλις έφτασαν στη Ρ. ήταν να ενισχύσουν την οχύρωση της πόλης και της υπαίθρου. Εύφορο, πλούσιο και ασφαλές, το νησί έχει 50 χωριά προστατευμένα από έντεκα κάστρα, εκτός από το μεγάλο της πρωτεύουσας, θαυμάσιο οχυρωματικό σύνολο, ίσως από τα σπάνια στον κόσμο. Αυτό, χτισμένο ημικυκλικά, γύρω από το κεντρικό λιμάνι, το Εμποριό, χωριζόταν σε δυο άνισα μέρη: το νότιο και μεγαλύτερο (Bourg, Borgo, Χώρα), όπου κατοικούσαν οι Έλληνες, οι λαϊκοί Φράγκοι και οι Εβραίοι, και το βόρειο το Καστέλλο ή Κολλακιό, χωρισμένο με τείχος από το υπόλοιπο, όπου κατοικούσαν οι ιππότες. Mέχρι το τέλος του 14ου αι. φαίνεται πως οι Μεγάλοι Μάγιστροι επισκεύαζαν μόνο το παλιό βυζαντινό κάστρο. Μετά αρχίζουν οι σοβαρότερες και μεθοδικότερες εργασίες, καθώς ο τουρκικός κίνδυνος γινόταν ολοένα και σαφέστερος. Mέχρι την πρώτη πεντηκονταετία του 15ου αι. τα δυο λιμάνια της Ρ., το Μανδράκι και το Εμποριό, προστατεύονταν από τα τείχη που βρίσκονταν στο βάθος των μυχών τους. Η εμφάνιση όμως του πυροβόλου και μερικές τουρκικές επιδρομές ανάγκασαν τους ιππότες να τα οχυρώσουν με τρεις πύργους: το Μανδράκι, και γενικότερα τη βορειοανατολική πλευρά της πόλης, με τον πύργο του Αγίου Νικολάου (γύρω στα 1464-7) και το Εμποριό με τους πύργους του Ναγιάκ και των Αγγέλων ή της Γαλλίας (γύρω στα 1461 και 1475). Mέχρι τα τέλη του 15ου αι. η πόλη είχε δέκα πύλες: Ντ’ Αμπουάζ ή Αγ. Αντωνίου, Αγ. Γεωργίου, Αγ. Αθανασίου, Αγ. Ιωάννου ή Κοσκινούς, Ιταλίας, Αγ. Αικατερίνης, Θαλασσινή, Κολλακιού, Ταρσανά, Αγ. Παύλου. Γύρω στο 1480 και 1522 κλείστηκαν για λόγους ασφάλειας οι πύλες Αγ. Γεωργίου και Ιταλίας και ίσως και του Αγ. Αθανασίου. Η άμυνα του τείχους είχε μοιραστεί στις διάφορες εθνικογλωσσικές ομάδες, τις «Γλώσσες». Τα σωζόμενα, ακέραια μέσα στο κάστρο, εκατοντάδες κτίρια της ιπποτοκρατίας δίνουν μια πλήρη εικόνα της Ρ. του τέλους του 15ου και των αρχών του 16ου αι. Τα σπουδαιότερα, δημόσια και ιδιωτικά, βρίσκονται στο Κολλακιό. Στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης ορθώνεται αναστηλωμένο το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, που είχε αρχίσει να χτίζεται από τις πρώτες δεκαετίες της ιπποτοκρατίας. Κάστρο μαζί και διοικητήριο, έχει στη μέση μια τετράπλευρη αυλή και γύρω, σε τρεις ορόφους, τις αίθουσες διοίκησης, διαμονής και αποθήκες. Ν του Παλατιού σώζονται ίχνη μεγάλης τρίκλιτης βασιλικής, γοτθικού ρυθμού, που ανατινάχτηκε το 1856. Στη θέση της είναι χτισμένο ένα μουσουλμανικό σχολείο. Στην οδό Ιπποτών σώζονται τα τέσσερα από τα έξι καταλύματα των «Γλωσσών»: το αναστηλωμένο της Προβηγκίας (τελείωσε το 1518), της Ισπανίας, της Γαλλίας, ένα από τα ωραιότερα κτίρια της μεσαιωνικής Ρ. (τελείωσε το 1509) και της Ιταλίας και απέναντί του το νοσοκομείο των ιπποτών, σήμερα αρχαιολογικό μουσείο. Μέσα στην πόλη των αστών, το bourg, χτίζονται τα μεγάλα αρχοντικά των Ελλήνων και των Φράγκων εμπόρων, αλλά και λαϊκά, από τα οποία σώζονται πολλά. Οι εκκλησίες που χτίζονται την ίδια περίοδο ανήκουν στον τύπο του ελεύθερου σταυρού (Ντολαπλί, Άγ. Γεώργιος-Στορί Τσελεμπί Μεστζίδ-Ταξιάρχης, Άγ. Παντελεήμονας, Άγ. Γεώργιος στην πόλη της Ρ., Αγ. Ειρήνη στην Κοσκινού, ‘Αγ. Γεώργιος στη Λάρδο, Άγ. Ιωάννης στου Ασγούρου, Παναγιά Κατταβιάς, Παναγιά Ασκληπιού, καθολική Αφάντου).
Αν και σε γενικές γραμμές η κοσμική αρχιτεκτονική της Ρ. κατά την ιπποτοκρατία ακολουθεί τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, δεν έμεινε ανεπηρέαστη από την τοπική παράδοση, φυσικό άλλωστε αφού, εκτός από το κατώτερο προσωπικό, Έλληνες ήταν και πολλοί αρχιμαστόροι. Τα γλυπτικά έργα της περιόδου είναι φανερό ότι έχουν δουλευτεί από ανθρώπους που αισθάνονται το βυζαντινό ύφος. Στη ζωγραφική, αν και η μελέτη των αποκαλυπτόμενων τοιχογραφιών δεν έχει ολοκληρωθεί, είναι φανερή η εμμονή στη βυζαντινή τεχνοτροπία.
Τουρκοκρατία: Στην περίοδο αυτή η πόλη απλώνεται έξω από το κάστρο σχηματίζοντας διάφορες συνοικίες, τα «μαράσια», όπου κατοικούν μόνο Έλληνες, ενώ μέσα παραμένουν οι Τούρκοι και οι Εβραίοι. Το παλιό ρυμοτομικό σχέδιο, με τους στενούς και σκολιούς δρόμους και τα μικρά μονόροφα σπίτια με αυλή, υπάρχει ακόμα στα νότια «μαράσια». Από τον πρώτο αιώνα της τουρκοκρατίας δεν είναι γνωστό ούτε ένα έργο τέχνης. Φαίνεται πως τα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα για το ελληνικό στοιχείο. Γύρω στο τέλος του 10ου αι. παρουσιάζονται στη Λίνδο που με τη ναυτική της παράδοση αρχίζει να παίρνει στα χέρια της μεγάλο μέρος του εμπορίου και της ναυτιλίας της Δωδεκανήσου, τα πρώτα αρχοντικά με ολόγλυφες προσόψεις, ζωγραφισμένες ξύλινες οροφές, ξυλόγλυπτα έπιπλα, κ.ά. (*Δωδεκάνησα, Λαϊκή αρχιτεκτονική, Λαϊκή τέχνη).
Λαβή ροδιακού αμφορέα με σφραγίδα όπου υπάρχει η παράσταση του άρματος του Ήλιου, πιθανότατα μικρογραφική απόδοση του τέθριππου, που είχε κατασκευάσει για τη Ρόδο ο Λύσιππος (Μουσείο Ρόδου).
Η εσωτερική αυλή του ανακτόρου των Ιπποτών, οικοδομή του 14ου αιώνα. Στο ανάκτορο στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο. Βρίσκεται στην πόλη της Ρόδου.
Ο πύργος του Αγίου Νικολάου. Κτίστηκε από το Μάγιστρο Ζακόστα και προστάτευε τα δύο λιμάνια της Ρόδου, το Μαντράκι και το Εμποριό.
Άποψη του λιμανιού στη Ρόδο (φωτ. ΑΠΕ).
Λινδιακό σπίτι του 17ου αιώνα· στην ανάγλυφη διακόσμηση της πρόσοψης του σπιτιού υπάρχουν σταυροί και αντικριστά πουλιά από τη βυζαντινή παράδοση, οξυκόρυφα τόξα και αλυσιδωτά κοσμήματα από τη φράγκικη, γαρύφαλλα και γλάστρες από τη μουσουλμανική τέχνη.
Λινδιακό πιάτο 17ου αιώνα, διακοσμητικό στοιχείο των σπιτιών της Λίνδου. (Μουσείο Ρόδου)
Είσοδος της ακρόπολης με το ιπποτικό διοικητήριο.
Το «Ντολαπλί», εκκλησία μέσα στο κάστρο της Ρόδου, που η παράδοση τη θέλει Αγία Τριάδα. Χτισμένη σε σχήμα ελεύθερου σταυρού με τρούλο γύρω στο 14o αιώνα, ιστορήθηκε φαίνεται την ίδια εποχή με τοιχογραφίες. Ένα αιώνα αργότερα ζωγραφίστηκαν καινούργιες τοιχογραφίες στα σημεία όπου είχαν καταστραφεί οι παλιές. Στη βορειοδυτική γωνία οι Τούρκοι πρόσθεσαν ένα ακαλαίσθητο χονδροειδή, μικρού ύψους, μιναρέ.
Τοιχογραφία από τον Άγιο Φανούριο της Ρόδου, όπου εικονίζονται οι κτήτορες της εκκλησίας.
Η αίθουσα χορού στο Καστέλλο της Ρόδου. Η πόλη της Ρόδου ήταν υπόδειγμα μεσαιωνικής οχυρωμένης πόλης. Οι ιππότες, που τους ενίσχυε η καθολική Ευρώπη, χρησιμοποίησαν τους καλύτερους τεχνικούς της εποχής για τα οχυρωματικά έργα τους με τα οποία ενίσχυσαν την παλιά βυζαντινή οχύρωση.
Τα γλυπτά της εποχής των Ιπποτών αντανακλούν το πνεύμα της λιτότητας, που χαρακτήριζε τα μοναχικά τάγματα της Φραγκοκρατίας. Ένα ανάγλυφο της εποχής των Ιωαννιτών Ιπποτών.
Επιτύμβια στήλη του τέλους του 5ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκε στα νεκροταφεία της Καμίρου (Μουσείο Ρόδου).
Ροδιακό ανάγλυφο από πωρόλιθο της ελληνιστικής περιόδου. Απεικονίζει σκηνή θυσίας.
Ροδιακό ασημένιο τετράδραχμο με παράσταση κεφαλής του Ήλιου στη μία όψη και ρόδου στην άλλη (Μουσείο Ρόδου).
Η επιβλητική πύλη Ντ’Αμπουάζ (1512), στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης. Από εδώ ξεκινούσε ο δρόμος που οδηγούσε στο Μαντράκι και τα δοτικά χωριά του νησιού.
Η Παναγία του Κάστρου, στη Ρόδο. Σταυροειδής εγγεγραμμένη εκκλησία με τρούλο, παλιά βυζαντινή μητρόπολη, η οποία ανακαινίστηκε από τους ιππότες γύρω στα 1319-1334 και σκεπάστηκε με μια γοτθική στέγη από νευρωτά σταυροθόλια.
Μαρμάρινο θύρωμα της Καστελλανίας, δωρικής λιτότητας με κλασικά χαρακτηριστικά.
Η Ρόδος έχει να επιδείξει στον επισκέπτη του νησιού πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα όλων των εποχών. Στη φωτογραφία, άγαλμα της Αφροδίτης της ελληνιστικής περιόδου.
Η θαλασσινή πύλη του τείχους της Ρόδου. Αποτελούσε την είσοδο από το Εμποριό στην πόλη.
Η οδός των Ιπποτών. Εδώ σώζονται σχεδόν ακέραια τα σπουδαιότερα κτίσματα της μεσαιωνικής πόλης,
Τμήματα της αναστηλωμένης μεγάλης ελληνιστικής στοάς στην ακρόπολη, όπου βρισκόταν το ιερό της θεάς Αθηνάς.
Η μητρόπολη της Ρόδου.
Το «Σπίτι της Γαλλίας», όπου έμεναν οι γαλλικής καταγωγείς Ιωαννίτες Ιππότες. Το σπίτι αυτό, όπως και των άλλων εθνικοτήτων, βρίσκεται στην οδό των Ιπποτών, το γραφικότερο ίσως δρόμο της παλιάς πόλης.
Η Λίνδος, χτισμένη στο πιο άγονο μέρος της ανατολικής ακτής της Ρόδου, στο πέρασμα όμως των πλοίων, αναπτύχθηκε σε εμπορική και ναυτική πόλη ήδη από τα γεωμετρικά χρόνια και, με πολλές διακυμάνσεις, διατηρεί σε βασικά σε όλη την ιστορική της πορεία αυτόν το χαρακτήρα. Η παραλία της Λίνδου (φωτογραφία Αϊβαλή). Είναι χτισμένη στους πρόποδες λόφου και έχει να επιδείξει ωραία αρχοντικά (16ου-18ου αιώνα), λαϊκά σπίτια και χαμηλότερα το λιμάνι και το ναό της Παναγίας.
Ο πύργος του Αγίου Νικολάου στο λιμάνι της Ρόδου και η κολόνα με το ελάφι, ένα από τα σύμβολα του νησιού. Ο πύργος χτίστηκε από το Μεγάλο Μάγιστρο Ζακόστα το 1464-1467.
Το παλάτι του Μεγάλου Μάγιστρου ή καστέλλο, όπως συνηθίζεται να λέγεται σήμερα, που αναστηλώθηκε πριν από το 1940.
Μουσουλμανικό τζαμί στη Ρόδο.
Ροδιακό ασημένιο τετράδραχμο με παράσταση κεφαλής του Ήλιου στη μία όψη και ρόδου στην άλλη (Μουσείο Ρόδου).
Αρχαιολογικός χώρος στην Κάμιρο.
Η ροδιακή αγγειοπλαστική ξεκινά από τα μυκηναϊκά χρόνια και φτάνει ως την εποχή μας. Τα ροδιακά αγγεία που εικονίζονται εδώ είναι του 6ου π.Χ. αιώνα και βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου.
Κεφάλι βάκχου από πορφυρίτη (Μουσείο Ρόδου).
Κεφάλι του θεού Ήλιου της μέσης ελληνιστικής περιόδου. Πιστεύεται ότι ανήκε σε σύμπλεγμα που κοσμούσε το αέτωμα του ναού του Ήλιου στη Ρόδο.
* * *η, Νφρ. α) «Ρόδου, Θάλασσα» — θαλάσσια περιοχή που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο τού Αιγαίου Πελάγους, ανατολικά τού Καρπάθιου Πελάγουςβ) «Ρόδου Θανατικόν» — μεσαιωνικό ποίημα τού Εμμανουήλ Γεωρλά, γραμμένο στα τέλη του 15ου αιώνα, στο οποίο περιγράφεται ο μεγάλος λοιμός που έπληξε τη Ρόδο το 1498 και αποδεκάτισε τον πληθυσμό τηςγ) «Ρόδου, κυκλωνική θαλάσσια κυκλοφορία»ωκεαν. αριστερόστροφη επιφανειακή κυκλωνική κυκλοφορία θαλάσσιων μαζών, που παρατηρείται στη θαλάσσια περιοχή νοτιοανατολικά τής Ρόδουδ) «Ρόδου, φρέαρ» — χοανοειδούς μορφής υποθαλάσσια τάφρος που βρίσκεται σε απόσταση 32 ναυτικών μιλίων από τη βραχονησίδα Παξιμάδα, νοτιοανατολικά τής Ρόδου και έχει βάθος 4.452 μέτρα, ένα από τα μεγαλύτερα τής Μεσογείου.
Dictionary of Greek. 2013.